- βεβρωκώς
- βιβρώσκωeatperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek
ԿԵՐՈՂ — (ի, աց.) NBH 1 1091 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա. βεβρωκώς, φάγος edens, manducans, edax, vorax. Որ ուտէն. ճաշակօղ. եւ Շատակեր. ... *Որ յաւելացաւ ʼի կերողացն. Յհ. ՟Զ. 13: *Զկերողն յագեցուցանէ. Լմբ. հայր մեր.: *Բղխէ զանճառելի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)